- δακτυλοσκοπικός
- η , ό[ν] дактилоскопический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλοσκοπικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλοσκοπία … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τη δακτυλοσκοπία: Έγινε δακτυλοσκοπική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)